- χαρατζής
- ο, Ν [χαράτσι / χαράτζι](κατά την τουρκοκρατία) υπάλληλος που εισέπραττε τους φόρους και, κυρίως, τον κεφαλικό φόρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρατζής — ο (λ. τουρκ.), στην τουρκοκρατία, ο υπάλληλος για την είσπραξη των φόρων, ο εισπράκτορας του χαρατσιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρατζάρος — ο, Ν χαρατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρατζής + μεγεθ. κατάλ. άρος (πρβλ. ψεύτ αρος)] … Dictionary of Greek
γυφτοχαρατζής — ο (επί τουρκοκρατίας) ακόλουθος τών έφιππων φορολόγων (σπαχήδων), οι οποίοι γύριζαν τις επαρχίες για την είσπραξη τού κεφαλικού φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + χαρατζής «αυτός που εισέπραττε το χαράτσι»] … Dictionary of Greek